- σκεύεσιν
- σκεύ̱εσιν , σκεῦοςvessel: neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
σκεύεσιν — σκεύ̱εσιν , σκεῦος vessel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβανικός — και κριβανικός ή, όν (Α) [κλίβανος ή κρίβανος] (για σκεύη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλίβανο («σὺν κλιβανικοῖς σκεύεσιν», πάπ.) … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek